ὁ, lengthd. form of αἰζηός, Il.17.520, Od.12.83, Hes.Sc.408.
αἰζήϊος: ὁ, ἐκτεταμένος τύπος τοῦ αἰζηός, Ἰλ. Ρ. 520, Ὀδ. Μ. 83, Ἡσ. Ἀσπ. 408.
c. αἰζηός.