αἰχμαλωτικός

Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a prisoner, E.Tr. 871.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμᾱλωτικός: ή όν, ἀνήκων εἰς ἢ κατάλληλος δι’ αἰχμάλωτον, Εὐρ. Τρῳ. 871.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de prisonnier de guerre, de captif.
Étymologie: αἰχμάλωτος.