αἰχμαλωτίζω
English (LSJ)
A take prisoner, D.S.14.37, LXX 4 Ki.24.14, al.:—more freq. in Med., αἰχμαλωτίζομαι J.BJ4.8.1: fut. -ίσομαι ib.2.4: aor. ᾐχμαλωτισάμην ib.1.22.1, D.S.13.24: pf. ᾐχμαλώτισμαι J.BJ4.9.8 (with v.l. -σάμενοι); also in pass. sense, SIG763 (Cyzicus).
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμαλωτίζω: μελλ. -ίσω, συλλαμβάνω τινὰ αἰχμάλωτον, Διόδ. 14. 37: - ἀποθ. αἰχμαλωτίζομαι, μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἰωσήπ. περὶ Ἰουδ. Πολ. 4. 8, 1: μελλ. -ίσομαι, αὐτόθι 2. 4: ἀόρ. ἠχμαλωτισάμην, ὁ αὐτ. 1. 22, 1., Διόδ. 13. 24. - πρκμ. ᾐχμαλώτισμαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ 4. 9, 8: - ὁ πρκμ. καὶ μετὰ παθητ. σημασίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3668.
French (Bailly abrégé)
1 faire prisonnier de guerre, emmener en captivité;
2 fig. captiver : ψυχήν NT l’âme de qqn;
Moy. αἰχμαλωτίζομαι m. sign.
Étymologie: αἰχμάλωτος.