αἰχμαλώτευμα

Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμαλώτευμα: τό, τὸ ἐν πολέμῳ αἰχμαλωτισθὲν ἢ ἁρπαγέν, Βασίλ. τόμ. Α΄, σ. 542.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
butin de guerre.
Étymologie: αἰχμαλωτεύω.