ἀκροβολέω
English (LSJ)
A throw, καλαύροπα AP6.106 (Zon.). II Astrol., = ἀκτινοβολέω, Man.4.354.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβολέω: εἶμαι ἀκροβόλος, σφενδονῶ, Ἀνθ. Π. 6, 106.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. ἀκροβολίζομαι.
A throw, καλαύροπα AP6.106 (Zon.). II Astrol., = ἀκτινοβολέω, Man.4.354.
ἀκροβολέω: εἶμαι ἀκροβόλος, σφενδονῶ, Ἀνθ. Π. 6, 106.
-ῶ :
c. ἀκροβολίζομαι.