τό,
A = ἀκτή (A), Ael.NA13.28. II = βούνιον, Dsc.4.123.
ἄκτιον: τό, = ἀκτὴ (Α). Αἰλ. περὶ Ζ. 13. 28.
ου (τό) :rivage.Étymologie: ἀκτή².