ἀλλέξαι, v. sub ἀναλέγω.
[Seite 102] Hom. Iliad. 23, 253, f. ἀναλέγω.
ἄλλεγον: ἀλλέξαι, ἴδε ἐν λ. ἀναλέγω.
impf. épq. de ἀναλέγω.