ἀλλακτέον
English (LSJ)
A one must change, Plu.2.53b, Sor.2.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλακτέον: ῥηματ. ἐπίθ., = πρέπει τις νὰ ἀλλάξῃ, Πλούτ. 2.53Α.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἀλλάσσω.
A one must change, Plu.2.53b, Sor.2.11.
ἀλλακτέον: ῥηματ. ἐπίθ., = πρέπει τις νὰ ἀλλάξῃ, Πλούτ. 2.53Α.
adj. verb. de ἀλλάσσω.