ἀκονιτικός

Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A made of ἀκόνιτον, X.Cyn.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκονῑτικός: -ή, -όν, ἐξ ἀκονίτου κατεσκευασμένος, Ξεν. Κυν. 11. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait d’aconit.
Étymologie: ἀκόνιτον.