καθηδύνω
English (LSJ)
[ῡ],
A sweeten, αἱ μέλιτται κ. τὸ πόμα Max.Tyr.27.6; ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ath.4.140a. 2 gratify, τινα Eun.VS p.458B.
[ῡ],
A sweeten, αἱ μέλιτται κ. τὸ πόμα Max.Tyr.27.6; ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ath.4.140a. 2 gratify, τινα Eun.VS p.458B.