ου, ὁ, = foreg., Theoc.10.44, AP10.16 (Theaet.).
ἀμαλλοδέτης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Θεόκρ. 10. 44.
ου (ὁ) :celui qui lie les gerbes.Étymologie: ἄμαλλα, δέω¹.