ἡ,
A = ἀμυγδαλῆ, Luc.Apol.5, Hsch.s.v. καρύα.
ἀμύγδαλος: ἡ, = ἀμυγδαλῆ, Λουκ. π. τ. ἐ. Μισθ. συν. 5.
ου (ἡ) :amandier, plante.Étymologie: ἀμυγδάλη.