καθίστημι

Revision as of 22:20, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

   A in causal sense:—Act., in pres., impf., fut., and pf. καθέστᾰκα Hyp.Eux.28, LXXJe.1.10, D.H.Dem.54, D.S.32.11, etc.; once καθέστηκα PHib.1.82i14 (iii B. C.): plpf. -εστάκει Demetr. Sceps. ap. Ath.15.697d:—also in Med., fut. (Paus.3.5.1), aor. 1, more rarely pres. (infr. A. 11.2):—set down, κρητῆρα καθίστα Il.9.202; νῆα κατάστησον bring it to land, Od.12.185; κ. δίφρους place, station them, before starting for the race, S.El.710; ποῖ [δεῖ] καθιστάναι πόδα; E.Ba.184; κ. τινὰ εἰς τὸ φανερόν X.An.7.7.22; set up, erect, of stones, Inscr.Cypr.94, 95 H.:—Med., [λαῖφος] κατεστήσαντο βοεῦσι steadied it, h.Ap.407.    2 bring down to a place, τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι Od.13.274: generally, bring, κ. τινὰ ἐς Νάξον Hdt.1.64, cf. Th.4.78; esp. bring back, πάλιν αὐτὸν κ. ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ Id.3.34; κ. τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν X.An.1.4.13; without πάλιν, replace, restore, ἐς φῶς σὸν κ. βίον E.Alc.362; ἃς (sc. τὰς κόρας) οὐδ' ὁ Μελάμπους . . καταστήσειεν ἄν cure their squint, Alex.112.5; ἰκτεριῶντας κ. Dsc.4.1; τὸ σῶμα restore the general health, Hp.Mul. 2.133:—Med., κατεστήσαντο (v.l. for κατεκτήσαντο) εὐδαιμονίαν Isoc. 4.62:—Pass., οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων Χάρις καθίσταιτο would be returned, Th. 4.86.    3 bring before a ruler or magistrate, Hdt.1.209, PRyl.65.10 (i B. C.), etc.; τινὰ ἐπί τινα PCair.Zen.202.6 (iii B. C.), POxy.281.24 (i A. D.).    II set in order, array, of soldiers, X.An.1.10.10; set as guards, προφυλακάς ib.3.2.1, etc.    2 ordain, appoint, κατέστησε τύραννον εἶναι παῖδα τὸν ἑωυτοῦ Hdt.5.94, cf. 25: usu. without the inf., κ. τινὰ ὕπαρχον Id.7.105; ἄλλον [ἄρχοντα] ἀντὶ αὐτοῦ X.Cyr.3.1.12, etc.; βασιλέα ἐπί τινας LXX 1 Ki.8.5, al.; τινὰ ἐς μοναρχίαν E.Supp. 352; ἐπὶ τὰς ἀρχάς Isoc.12.132; τινὰ τύραννον Ar.Av.1672; κ. ἐγγυητάς Hdt.1.196, Ar.Ec.1064; δικαστάς, ἐπιμελητάς, νομοθέτας, Id.Pl. 917, X.Cyr.8.1.9, D.3.10 (sed leg. καθίσατε, cf. καθίζω 1.4); of games, etc., γυμνικοὺς ἀγῶνας κ. Isoc.4.1: rarely c. inf., οἱ καθιστάντες μουσικῇ . . παιδεύειν Pl.R.410b:—so in Pass., κυβερνᾶν κατασταθείς X. Mem.1.7.3: aor. Med., appoint for oneself, τύραννον καταστησάμενοι παρὰ. σφίσι αὐτοῖσι Hdt.5.92.á; ἄρχοντας X.An.3.1.39, etc.    b esp. of laws, constitutions, ceremonies, etc., establish, νόμους, τελετάς, E.Or.892, Ba.21, etc.; πολιτείαν, δημοκρατίαν, Arist.Ath.7.1, Decr.ib. 29.3; ὀλιγαρχίαν Lys.12.42; also, set in order, arrange, πολιτείαν Pl. R.590e:—also in Med., τοῦτο βουλευτήριον φρούρημα γῆς καθίσταμαι A.Eu.706; τὴν Ἱππίου καθίσταμαι τυραννίδα Ar.V.502; καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην ᾗ αὐτῷ ἐδόκει Th.3.35; πόλεις ἐπὶ τὸ ὠφέλιμον Id.1.76; [Εὔβοιαν] ὁμολογίᾳ ib.114; πρὸς ἐμὲ τὸ πρᾶγμα καταστήσασθαι settle it with me, D.21.90.    3 bring into a certain state, τινὰ ἐς ἀπόνοιαν Th.1.82; ἐς ἀπορίαν Id.7.75; εἰς ἀνάγκην Lys.3.3; εἰς αἰσχύνην Pl.Sph.230d; εἰς ἐρημίαν φίλων Id.Phdr.232d; εἰς ἀγῶνα Id.Ap.24c; τινὰ εἰς ἀσφάλειαν Isoc.5.123; τίνας εἰς ἀγῶνα καθέστακα; Hyp.Eux. 28, cf. Lycurg.2; κ. τινὰ ἐν ἀγῶνι καὶ κινδύνῳ Antipho 5.61; τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Pl.Mx.242a; τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ X.Cyr.4.5.28; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν present himself for trial, Th.1.131, cf. Lycurg.6; κ. τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς reckon him as one of... X.Mem.2.1.9.    4 c. dupl. acc., make, render so and so, ψευδῆ γ' ἐμαυτόν S.Ant.657; ἡ ἐπιθυμία κ. τινὰ ἀμνήμονα Antipho 2.1.7; τὸ πιστὸν ὑμᾶς ἀπιστοτέρους κ. Th.1.68; κ. τι φανερόν, σαφές, Id.2.42, 1.32; τινὸς ἐπίπονον τὸν βίον κ. Isoc.10.17: c. part., κλαίοντα καθιστάναι τινά bring one to tears, E.Andr.635: rarely c. inf., κ. τινὰ φεύγειν make him fly, Th.2.84, cf. E.Alc.283, Luc.Charid.8:—Pass., ἀνάγκη τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι Th.2.89.    5 Med., get for oneself, τὴν ζόην καταστήσασθαι ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων Hdt.8.105.    6 make, in periphrases, πάννυχοι . . διάπλοον καθίστασαν A.Pers.382:—Med., κρυφαῖον ἔκπλουν οὐδαμῇ καθίστατο ib.385.    B intr. in aor. 2, pf. καθέστηκα, and plpf. of Act. (also fut. καθεστήξω Th.3.37, 102), and all tenses of Med. (exc. aor. 1) and Pass.: pf. καθέσταμαι in later Greek, IG22.1006.24 (ii B. C.), LXXNu.3.32, etc.:—to be set, set oneself down, settle, ἐς [Αἴγιναν] Hdt.3.131, cf. Th.4.75; [ὀδύναι] καθίσταντο ἐς ὑπογάστριον Hp.Epid.7.97; of joints, ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ κ. goes out of joint and in again, Id.Art.8; κ. ἐς Ῥήγιον to make R. a base of operations, Th.3.86; simply, to be come to a place, ὅποι καθέσταμεν S.OC23.    b come before another, stand in his presence, Pi.P.4.135; λέξον καταστάς A.Pers. 295 (unless it be taken in signf. 4), cf. Hdt.1.152; κ. ἐς ὄψιν τινός Id.7.29; καταστάντες ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας ἔλεγον Id.3.46, cf.156; καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε Th.4.84.    2 to be set as guard, ὑπό τινος Hdt.7.59, cf. S.OC356, X.An.4.5.19, etc.; to be appointed, δεσπότης . . καθέστηκα E.HF142; στρατηλάτης νέος καταστάς Id.Supp.1216; κ. Χορηγὸς εἰς Θαργήλια, στρατηγός, etc., Antipho 6.11, Isoc.4.35, etc.; οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς Arist.Pol.1299b37; δικτάτωρ . . καθε[στάμενος τὸ τέταρτον], = Lat. dictator designatus quartum, of Caesar, IG12(2).35b7 (Mytil.).    3 deposit a sediment, Hp. Epid.1.2, 7.    4 also, stand or become quiet or calm, of water, ὅταν ἡ λίμνη καταστῇ Ar.Eq.865, cf. PHolm.16.3; θάλασσα γαληνὴ καὶ κ. Plb.21.31.10; πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκός calm and settled, Ar.Ra. 1003; ὁ θόρυβος κατέστη subsided, Hdt.3.80; of laughter, Philostr. VA3.4; of a swelling, Hp.Prog.7; ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. 13.25; also of persons, καταστάς composedly, A.Pers.295 (but v. supr. 1b); [ἡ ψυχὴ] καθίσταται καὶ ἠρεμίζεται Arist.Ph.248a2; ὁρῶμεν [τοὺς ἐνθουσιαστικοὺς] . . καθισταμένους Id.Pol.1342a10; καθεστηκυίας τῆς διανοίας Ocell.4.13; καθεστῶτι προσώπῳ with composed, calm countenance, Plu.Fab.17; μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc.Philops.5; τίς ἂν καθεστηκὼς φήσαιε; what person of mature judgement would say . . ? Phld.Po.5.15; ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία middle age, Th.2.36; ἡλικία μέση καὶ κ. Pl.Ep.316c; οἱ καθεστηκότες those of middle age, Hp.Aph.1.13: also, with metaphor from wine, mellow, of persons, Alex.45.8.    5 come into a certain state, become, and in pf. and plpf., to have become, be, ἀντὶ φίλου πολέμιόν τινι κ. Hdt. 1.87; οἱ μὲν ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, οἱ δὲ κεφαλῆς Id.2.84; ἔμφρων καθίσταται S.Aj.306; τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων Epicur. Sent.13; ἐς μάχην Hdt.3.45; ἐς πόλεμον ὑμῖν καὶ μάχην κ. E.HF 1168; ἐς πάλην καθίσταται δορὸς τὸ πρᾶγμα Id.Heracl.159; ἐς τὴν ἴησιν Hp.Prorrh.2.12; ἐς τὸ αὐτό they recover, Id.Coac.160 (later abs., καταστῆναι καὶ μηδενὸς ἔτι φαρμάκου δεηθῆναι Gal.Vict.Att.1); ἐς τοὺς κινδύνους Antipho 2.3.1; ἐς φόβον Hdt.8.12, Th.2.81; ἐς δέος, λύπην, Id.4.108,7.75; ἐς φυγήν Id.2.81; ἐς ἔχθραν τινί Isoc.9.67; εἰς ὁμόνοιαν, εἰς πολλὴν ἀθυμίαν, Lys.18.18, 12.3; καταστῆναι ἐς συνήθειάν τινος τὴν πόλιν ποιεῖν make the city become accustomed to it, Aeschin.1.165; ἀντιστασιώτης κατεστήκεε had been, Hdt.1.92, cf. 9.37; ἐν δείματι μεγάλῳ κατέστασαν Id.7.138; καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων ib.132; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in what case are ye? S.OT10; φονέα με φησὶ . . καθεστάναι ib.703; ἄπαρνος δ' οὐδενὸς καθίστατο Id.Ant.435; κρυπτὸς καταστάς E.Andr.1064; οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες ἐν ᾧ . . Antipho 2.1.1; ἐν οἵῳ τρόπῳ [ἡ τῶν Ἀθηναίων ἀρχὴ] κατέστη how it came into being, Th.1.97, cf. 96; ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (sc. τοῦ πολέμου) from its first commencement, Id.1.1.    6 to be established or instituted, prevail, καί σφι μαντήϊον Διὸς κατέστηκε Hdt.2.29; ἄγραι . . πολλαὶ κατεστᾶσι ib.70, cf. 1.200; ὅδε σφι νόμος κατεστήκεε ib.197; βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος E. Hipp.91: c. inf., θεὸν Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν Paus.1.34.2: pf. part., existing, established, prevailing, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Hdt 1.65; ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν φόρου πέρι Id.3.89; τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους the regular 300, Id.7.205; οἱ καθεστῶτες νόμοι S.Ant.1113, Ar.Nu.1400; τὰ καθεστῶτα the present state of life, S.Ant.1160; also, existing laws, usages, τὰ τότε κ., τά ποτε κ., Pl.Lg. 798b, Isoc.7.56; ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν Hdt.1.59.    7 of purchases, cost, πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν more than they stood me in, And.2.11, cf. Plu.2.349a.    8 stand against, oppose, πρός τινα dub. l. in Plb.23.18.5:—Pass., Τιτήνεσσι κατέσταθεν Hes. Th.674.    C aor. 1 Med. and sts. pres. Med. are used in trans. sense, v. supr. A. 11.2sq.