ἀμφισβήτητος
English (LSJ)
ον,
A disputed, debatable, γῆ Th. 6.6.
German (Pape)
[Seite 144] ον, bestritten, γῆ Thuc. 6, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφισβήτητος: -ον, διαφιλονεικούμενος, ὑποκείμενος εἰς ἀμφισβήτησιν, γῆ Θουκ. 6. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contesté, disputé.
Étymologie: adj. verb. de ἀμφισβητέω.