ἀνασκιρτάω
English (LSJ)
A leap, skip with joy, D.S.19.55; but of wounded horses, ὑπ' ὀδύνης Plu.Crass.25; ἀνεσκιρτηκότες τὴν ὄψιν, of athletes, Philostr. Gym.39: pf. part. Pass. ἀνεσκιρτημένος Eup.22.
German (Pape)
[Seite 207] aufhüpfen, springen; auch zurückspringen, Ael. H. A. 12, 29; – ἀνεσκιρτημέναι, von Ziegen, Eupol. B. A. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκιρτάω: μέλλ, -ήσω, σκιρτῶ πρὸς τὰ ἄνω, ἀναπηδῶ, Διόδ. 19. 55· μετοχὴ παθ. πρκμ. ἀνεσκιρτημένος, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Εὐπόλ. (Ἄδηλ. 28).