ἀναγκαίη

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ, Ep. and Ion, for ἀνάγκη, Il.6.85, Tyrt.6, Sol.36.8, Hdt.1.11, etc.

German (Pape)

[Seite 183] fem. von ἀναγκαῖος, als substant. Homerisch = ἀνάγκη, das adjectiv. statt des subst., wie z. B. παρθενική statt παρθένος u. s. w. Iliad. 4, 300 ἀναγκαίῃ πολεμίζειν; 6, 85 Od. 19, 73 ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει; Her. 1, 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκαίη: ἡ, Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἀνάγκη, Ὅμ., Τυρτ., Σόλων, Ἡροδ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 la nécessité;
2 liens du sang.
Étymologie: fém. de ἀναγκαῖος.