ἀνεγκλητί
German (Pape)
[Seite 219] unbescholten, Plat. u. Isocr. in B. A. 400.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεγκλητί: ἐπίρρ. τοῦ ἑπομ., Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 64, διάφ. γραφὴ ἐν Ἰσοκρ. 315D.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans reproche.
Étymologie: ἀνέγκλητος.
[Seite 219] unbescholten, Plat. u. Isocr. in B. A. 400.
ἀνεγκλητί: ἐπίρρ. τοῦ ἑπομ., Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 64, διάφ. γραφὴ ἐν Ἰσοκρ. 315D.
adv.
sans reproche.
Étymologie: ἀνέγκλητος.