ἀνένδεκτος

Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A inadmissible, impossible, Ev.Luc.17.1, Artem.2.70.

German (Pape)

[Seite 223] unzulässig, unmöglich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνένδεκτος: -ον, ἀπαράδεκτος, ἀδύνατος, ἀνένδεκτόν ἐστι μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 1, Ἀρτεμίδ. 2. 70. ― Ἐπίρρ. -κτως Ν. Χων. θησ. ὀρθοδ. σ. 61, ἔκδ. Μί.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inadmissible, impossible.
Étymologie: ἀ, ἐνδέχομαι.