ἀνταξιόω
English (LSJ)
A demand as an equivalent or in turn, Th.6.16: c. dupl. acc., ἀνταξιῶσαι δωρεὰν αὐτόν Machoap.Ath.13.570a.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen, als Preis verlangen, τὰ ὅμοια Thuc. 6, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταξιόω: ἀνταπαιτῶ, ἢ τὰ ἴσα νέμων τὰ ὁμοῖα ἀνταξιούτω Θουκ. 6. 16˙ μετὰ διπλῆς αἰτ., ἀνταξιῶσαι δωρεὰν καὐτόν τινα Μάχων παρ’ Ἀθην. 579Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
réclamer en retour.
Étymologie: ἀντάξιος.