ἀντᾴδω

Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A sing in answer, esp. of the partridge, answer when another calls, ἀ. ὡς μαχούμενος Arist.HA614a11, cf. Mir.845b25, Ael.NA4.16; ἀ. Μούσαις Luc.Pisc.6; τοῖς φθεγγομένοις Plu.2.794c; cry out at one, ἐγὼ δ', ἢν τοῦτο δρᾷς, ἀντᾴσομαι Ar.Ec.887:—Pass., στροφῇ ἀντᾳσθῆναι Poll.4.112.

German (Pape)

[Seite 243] (für ἀνταείδω), im Gesang wetteifern, τινί, mit Einem, ταῖς Μούσαις Luc. Pisc. 6; Bahr. 88, 2; im Gesang antworten, Arist.; ἀντᾴσας Ael. H. A. 4. 16, vom Hahn, wie Plut. an seni 21; – pass., ἀντᾳσθῆναι Poll. 4, 112.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντᾴδω: μέλλ. -ᾴσομαι, ᾄδω καὶ αὐτὸς εἰς ἀπόκρισιν, ἰδίως ἐπὶ τῶν περδίκων, ἀποκρίνομαι εἰς τὴν φωνὴν τοῦ ἑτέρου, ἐπὶ δὲ τὸν θηρευτὴν πέρδικα ὠθεῖται τῶν ἀγρίων ὁ ἡγεμὼν ἀντᾴσας ὡς μαχούμενος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 8, πρβλ. π. Θαυμ. Ἀκ. 151. 2, Αἰλ. π. Ζ. 4.16· ἀντ. Μούσαις Λουκ. Ἁλ. 6· τοῖς φθεγγομένοις Πλούτ. 2.794C: ᾄδω καὶ ἐγώ, ἀντιφθέγγομαι, ἐγὼ δ’, ἢν τοῦτο δρᾷς, ἀντᾴσομαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 887: ― Παθ., στροφῇ ἀντᾳσθῆναι Πολυδ. Δ΄, 112.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντᾴσομαι, part. ao. ἀντᾴσας, inf. ao. Pass. ἀντᾳσθῆναι;
chanter ou crier en réponse.
Étymologie: ἀντί, ᾄδω.