ἀνθοφορέω

Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A gather honey from flowers, of bees, Arist.HA625b19.    II pioduce flowers, AP10.16 (Theaet.).    III to be an ἀνθοφόρος 11, IG12(8).553 (Thasos) (-ίσασα lapis).

German (Pape)

[Seite 233] Blumen tragen, Arist. H. A. 9, 40; Theaet. Schol. 2 (X, 16).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοφορέω: φέρω μέλι ἀπὸ τῶν ἀνθέων, ἐπὶ μελισσῶν, αἱ μὲν ἀνθοφοροῦσιν, αἱ δὲ ὑδροφοροῦσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 32. ΙΙ. φέρω, παράγω ἄνθη, λήιον ἐκ ῥοδέων ἀνθοφορεῖ καλύκων Ἀνθ. ΙΙ. 10. 16. 2) ὡς τὸ ἄνθινα φορεῖν, φορῶ ἀνθηρὰν καὶ πεποικιλμένην ἐσθῆτα, διάγω ὡς ἑταίρα, Κλήμ. Ἀλ. 195.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 porter ou produire des fleurs;
2 recueillir le suc des fleurs;
3 porter une robe brodée.
Étymologie: ἀνθοφόρος.