ἀντικάτημαι

Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι, Ion. for ἀντικάθ-.

German (Pape)

[Seite 253] -κατίζομαι, -κατίστημι, ion. Formen für ἀντικάθημαι u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικάτημαι: ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι Ἰων. ἀντὶ ἀντικάθ-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀντικάθημαι.