ες,
A resinous, Thphr.HP3.9.7, 9.2.5 (Comp.), Plu.2.648d.
[Seite 513] ες, kienig, Theophr.
δᾳδώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης δᾳδὸς ἢ ὅμοιος δᾳδὶ, ῥητινώδης, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 9, 7.
ης, ες :résineux.Étymologie: δᾴς, -ωδης.