ἀντιχόρηγος

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ὁ,

   A rival choragus, And.4.20, D.21.59.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχόρηγος: ὁ, ἀντίπαλος χορηγός, Ἀνδοκ. 31. 36, Δημ. 533. 14· πρβλ. Οὐολφίου Δημ. πρὸς Λεπτ. σ. XCI.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chorège rival.
Étymologie: ἀντί, χορηγός.