κρέμβαλα

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

τά,

   A castanets, Carm.Pop.3.

Greek (Liddell-Scott)

κρέμβᾰλα: τά, κρόταλα, ἅπερ εἶχον εἰς τοὺς δακτύλους αὑτῶν οἱ ὀρχούμενοι καὶ συνέκρουον αὐτὰ μετὰ ῥυθμοῦ πρὸς ὃν ἐγίνετο ἡ ὄρχησις, νῦν ὀνομάζονται Τουρκιστὶ «ζίλια», Ἀθήν. 636C· πρβλ. κρόταλον. (Πρβλ. Λατ. crepare, crepundiae).

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
castagnettes.
Étymologie: DELG rac. expressive, cf. κρόταλον.