δικτυουλκός

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

όν,

   A drawing nets, Poll.7.137.    II Subst., fisher, Iamb.VP8.36: Δικτυουλκοί, οἱ, title of play by A.

Greek (Liddell-Scott)

δικτυουλκός: -όν, ὁ σύρων δίκτυα, Πολυδ. Α΄, 98, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. σ. 78. ― Δικτυουλκοί, δρᾶμά τι τοῦ Αἰσχύλου, Αἰλιαν. π. Ζ. 7, 47.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pêcheur au filet.
Étymologie: δίκτυον, ἕλκω.