φιλοπροσηγορία

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ἡ,

   A easiness of address, affability, Isoc.1.20, D.H. Rh.5.1.

German (Pape)

[Seite 1284] ἡ, Leutseligkeit, Isocr. 1, 20.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπροσηγορία: ἡ, ἔστι δὲ φιλοπροσηγορίας, τὸ προσφωνεῖν τοὺς ἀπαντῶντας Ἰσοκρ. 6Β, Διονύσ. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
affabilité.
Étymologie: φιλοπροσήγορος.