πλεονεκτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A greedy, grasping, of persons, Isoc.12.243; ἡ πονηρία -εκτικόν D.25.24: Comp. and Sup. -ώτερος, -ώτατος, Arist. Pol.1333b10, Rh.1418b37. Adv. -κῶς Pl.Phd.91b, OGI665.16 (Egypt, i A. D.); π. ἔχειν πρός τινα D.22.56; also, at an advantage, μάχεσθαι Aen.Tact.16.18.
German (Pape)
[Seite 630] ή, όν, zum πλεονέκτης gehörig, ihm eigen, in seiner Art, zur πλεονεξία geneigt, Isocr. 12, 243; im a dv., Plat. Phaed. 91 b, vgl. πλεονεκτικῶς ἔχειν πρός τινα, Dem. 24, 168, u. öfter; πλεονεκτικὸν καὶ θηριώδη ζῆν βίον, Pol. 4, 3, 1; πλεονεκτικώτατος, 6, 48, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πλεονεκτικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ λάβῃ παρὰ πολλά, ἄπληστος, πλεονέκτης ἐπὶ προσώπων, Ἰσοκρ. 283D· βίος Δημ. 777. 3· πλεονεκτικώτερος, -τατος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14. 15, Ρητ. 3. 17. 17. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Φαίδων 91Β· πλ. ἔχειν πρός τινα Δημ. 610. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
cupide, arrogant, violent;
Sp. πλεονεκτικώτατος.
Étymologie: πλεονεκτέω.