προτιάπτω

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν, προτιείποι,

   A v. προσ-.

German (Pape)

[Seite 792] dor. statt προσάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

προτιάπτω: προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν προτιείποι, ἴδε προσ-.

French (Bailly abrégé)

dor. c. προσάπτω.