προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν, προτιείποι,
A v. προσ-.
[Seite 792] dor. statt προσάπτω.
προτιάπτω: προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν προτιείποι, ἴδε προσ-.
dor. c. προσάπτω.