χοροπαίγμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A sporting in the choral dance, dancing merrily, Orph.H.24.2.
German (Pape)
[Seite 1366] ονος, = Folgdm, Orph. H. 23, 2, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
χοροπαίγμων: -ον, γεν. -ονος, παίζων ἐν τῇ χορικῇ ὀρχήσει, ὀρχούμενος εὐθύμως, Ὀρφ. Ὕμν. 23. 2· οὕτω χοροπαίκτης, ου, ὁ, Ἀνθ. Παλατ. 6. 108. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 271.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui aime les chœurs.
Étymologie: χορός, παίζω.