θερμομιγής
English (LSJ)
ές,
A half-hot, ἀήρ Placit.2.20.13.
German (Pape)
[Seite 1202] ές, mit Wärme gemischt, ἀήρ Plut. plac. phil. 2, 20.
Greek (Liddell-Scott)
θερμομῐγής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ θερμός, Πλούτ. 2. 890Β.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
mêlé de chaleur, modérément chaud.
Étymologie: θερμός, μίγνυμι.