μείδημα

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A smile, Hes.Th.205 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

μείδημα: τό, μειδίαμα, «χαμόγελο», Ἡσ. Θ. 205.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sourire.
Étymologie: μειδιάω.