τριακόντορος

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

(sc. ναῦς), ἡ,

   A thirty-oared ship, Th.4.9, X.An.5.1.16, etc.; so written in IG22.1629.121,335 (iv B. C.); but τριακόντερος ib.12.23.4 (restd.), 22.1649.6 (iv B. C.), τριη- Hdt.4.148, 7.97: cf. πεντηκόντορος.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκόντορος: (ἐξυπακουομ. ναῦς), ἡ, πλοῖον ἔχον τριάκοντα κώπας, Θουκ. 4. 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 1, 16, κλπ.· παρ’ Ἡροδ. φέρεται τριηκόντερος, 4. 148., 7. 97, πρβλ. πεντηκόντορος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trente rangs de rames.
Étymologie: τριάκοντα, ἄρω.