ον,
A destroying the world, AP11.270.
κοσμοφθόρος: -ον, ὁ φθείρων, καταστρέφων τὸν κόσμον, Ἀνθ. Π. 11. 270.
ος, ον :qui fait périr l’univers.Étymologie: κόσμος, φθείρω.