ον,
A blown through, wind-swept, πάτρα S.Tr.327.
διήνεμος: -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου προσβαλλόμενος, ὑψηλός, πάτρα Σοφ. Τρ. 327.
ος, ον :exposé aux vents ; situé sur une hauteur.Étymologie: διά, ἄνεμος.