καλαδία
English (LSJ)
ῥυκάνη, Hsch. καλάζει (fort. καλα<μά>ζει) · ὀγκοῦται (Achaean), Id. κάλαθα· λάλαβοι, οἱ δὲ ἄνθη, Id. καλάθαρβα· παροινία, Id.
ῥυκάνη, Hsch. καλάζει (fort. καλα<μά>ζει) · ὀγκοῦται (Achaean), Id. κάλαθα· λάλαβοι, οἱ δὲ ἄνθη, Id. καλάθαρβα· παροινία, Id.