κακομετρέω
English (LSJ)
A give bad measure, Luc.Herm.59.
German (Pape)
[Seite 1301] schlecht, falsch messen, κάπηλοι Luc. Hermot. 59.
Greek (Liddell-Scott)
κακομετρέω: ὡς καὶ νῦν, ἀπαντῶ ἐν τῷ μετρεῖν, ὣσπερ οἱ κάπηλοι.. κακομετροῦντες Λουκ. Ἑρμότ. 59.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mesurer mal, frauduleusement.
Étymologie: κακόμετρος.