φαάνθη, ν. φαίνω.
φάανθεν: κατ’ Ἐπικ. ἐπέκτασιν γ΄ πληθ. ἀορ. α΄ παθητ. τοῦ φαίνω, Ἰλ. Α. 200.
3ᵉ pl. ao. Pass. épq. de φαίνω.