κεδρωτός

Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A made of or inlaid with cedar-wood, παστάδων τέ ραμνα E.Or.1371 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1411] von Cederholz gemacht, Eur. Or. 1511 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρωτός: -ή, -όν, κατασκευασμένος ἐκ κέδρου ἢ κεκοσμημένος μὲ τεμάχια κέδρου (ξύλου) περεμβεβλημένα, Εὐρ. Ὀρ. 1371, πρβλ. Λατ. cedratus.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait en bois de cèdre.
Étymologie: κέδρος.