ές,
A made of withes, κύρτος AP9.562 (Crin.).
λῠγοτευχής: -ές, πεποιημένος ἐκ λυγαρ~ιᾶς, κύρτος Ἀνθ. Π. 9. 562.
ής, ές :travaillé avec de l’osier.Étymologie: λύγος, τεύχω.