παρηγορητέον

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A one must assuage, remedy, ib.486e, Orib.Fr.1.

Greek (Liddell-Scott)

παρηγορητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ παρηγορῶ, δεῖ παρηγορεῖν, Πλούτ. 2. 486F· πρέπει τις νὰ μεταχειρισθῇ τρόπον θεραπείας, πρὸς τὰ σφορὰ τῶν ἀλγημάτων παρηγορητέον Γαλην. τ. 14, σ. 446, 3.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de παρηγορέω.