ατος, τό,
A looking straight at, X.Cyn.4.4.
[Seite 805] τό, Blick ins Angesicht, Xen. Cyn. 4, 4.
ἔμβλεμμα: τό, τὸ βλέπειν κατ’ εὐθεῖαν πρός τι, Ξεν. Κύρ. 4. 4.
ατος (τό) :regard dirigé sur.Étymologie: ἐμβλέπω.