μυστηρικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for mysteries, χοιρία Ar.Ach.747.
German (Pape)
[Seite 223] = μυστηριακός, χοιρίον, Ar. Ach. 712 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μυστηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ μυστήρια, μυστηριακός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 747.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. 1 initié aux mystères;
2 qui concerne les initiés, d’initié;
II. qui initie aux mystères.
Étymologie: μυστήριον.