ἐξήλατος

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον,

   A beaten out, ἀσπίδα χαλκείην ἐξήλατον Il.12.295.

German (Pape)

[Seite 881] durch Hämmer getrieben, ἀσπίς Il. 12, 295, ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξήλᾰτος: -ον, σφυρηλατηθείς, ἐπὶ μετάλλων, ἀσπίδα ἐξήλατον (ὅπερ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἀκολουθοῦντος: ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν) Ἰλ. Μ. 295.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
étiré sous le marteau.
Étymologie: ἐξελαύνω.