ἡ,
A handicraft, Plu.Marc.14.
[Seite 431] ἡ, ein Handwerk, Plut. Marc. 14.
βαναυσουργία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ τέχνη τοῦ βαναύσου, Πλούτ. Μαρκέλλ. 14.
ας (ἡ) :travail manuel.Étymologie: βάναυσος, ἔργον.