κοκκύμηλον

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

τό,

   A plum, Archil.173, Hippon. 81, Alex.272.5, Thphr.HP1.10.10, Gal.6.613.

German (Pape)

[Seite 1471] τό (Kuckucksapfel), Pflaume; Ath. II, 49 e ff.; Theophr.; vgl. B. A. 103, 23.

Greek (Liddell-Scott)

κοκκύμηλον: τό, μῆλον τοῦ κόκκυγος, ὄνομα τοῦ δαμασκηνοῦ καρποῦ ἢ «δαμασκήνου», Ἀρχίλ. 162, Ἱππῶναξ 47, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 49D, κἑξ.· κ. ἄγρια, ἄγρια δαμάσκηνα, «προῦνα», Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 50Β. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Σουΐδ.: «κοκκύμηλα, εἶδος ὀπωρῶν, τὰ παρ’ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
prune, fruit.
Étymologie: κόκκυξ, μῆλον².