ἀπομαίνομαι

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

aor. 2 ἀπεμάνην [ᾰ],

   A go mad, Luc.DDeor.12.1.

German (Pape)

[Seite 314] (s. μαίνομαι), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομαίνομαι: παθ.: μέλλ. -μανήσομαι: πρκμ. β΄ ἐνεργ. φωνῆς -μέμηνα, κυριεύομαι ὑπὸ μανίας, «τρελλαίνομαι ἀπὸ τὸν θυμόν μου», ὀργίζομαι μέχρι μανίας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1.

French (Bailly abrégé)

devenir tout à fait fou.
Étymologie: ἀπό, μαίνω.