ἀποφέρβομαι

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A feed on, σοφίαν dub. l. in E.Med.826 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 334] abweiden; übertr., Eur. ἱερᾶς χώρας σοφίαν, genießen, Med. 827.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφέρβομαι: ἀποθ. τρέφομαι ἀπό τινος, καρποῦμαι, ἱερᾶς χώρας ἀπορθήτου τ’ ἀποφερβόμενοι κλεινοτάταν σοφίαν Εὐρ. Μήδ. 826.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
se repaître de, acc..
Étymologie: ἀπό, φέρβομαι.