ἀποξυράω

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

or ἀποξῠρ-έω,

   A shave clean, c. dupl. acc., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλήν Hdt.5.35; ἀποξυρεῖν ταδί Ar.Th.215; ἀπεξύρησε ib.1043; τὴν κόμην ἀπεξύρησε Luc.Sacr.15:—Pass., τὰς κεφαλὰς ἀπεξυρημένοι Polyaen.7.35.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποξῠράω: ἤ -έω, ὡς τὸ ἀποξύρω, ξυρίζω ἐνετελῶς, μετὰ διπλῆς αἰτ., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 5. 35˙ ἀποξυρεῖν ταδὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 215˙ ἀπεξύρησε αὐτόθι 1043˙ τὴν κόμην ἀπεξύρησε Λουκ. περὶ Θυσιῶν 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἀποξυρέω.
Étymologie: ἀπό, ξυράω.