ἀποξυράω
English (LSJ)
or ἀποξῠρ-έω,
A shave clean, c. dupl. acc., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλήν Hdt.5.35; ἀποξυρεῖν ταδί Ar.Th.215; ἀπεξύρησε ib.1043; τὴν κόμην ἀπεξύρησε Luc.Sacr.15:—Pass., τὰς κεφαλὰς ἀπεξυρημένοι Polyaen.7.35.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξῠράω: ἤ -έω, ὡς τὸ ἀποξύρω, ξυρίζω ἐνετελῶς, μετὰ διπλῆς αἰτ., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 5. 35˙ ἀποξυρεῖν ταδὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 215˙ ἀπεξύρησε αὐτόθι 1043˙ τὴν κόμην ἀπεξύρησε Λουκ. περὶ Θυσιῶν 15.