ές,
A just dead, E.Alc.600 (lyr.), Men. Prot.p.89D.
[Seite 362] ές, jüngst gestorben, Eur. Alc. 608.
ἀρτιθᾰνής: -ές, ὁ πρὸ ὀλίγου ἀποθανών, Εὐρ. Ἄλκ. 600.
ής, ές :mort depuis peu.Étymologie: ἄρτι, θνῄσκω.